- ειργασμένα
- εἰργασμέναἐργάζομαιwork: perf part mp neut nom /voc /acc plεἰργασμένᾱ , ἐργάζομαιwork: perf part mp fem nom /voc /acc dualεἰργασμένᾱ , ἐργάζομαιwork: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εἰργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰργασμένας — εἰργασμένᾱς , ἐργάζομαι work perf part mp fem acc pl εἰργασμένᾱς , ἐργάζομαι work perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek
εἰργασμέναι — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc pl εἰργασμένᾱͅ , ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)